βωμιαῖος
From LSJ
φιλοσοφίαν καινὴν γὰρ οὗτος φιλοσοφεῖ → this man adopts a new philosophy
English (LSJ)
α, ον, = sq., S.Fr.38.
Greek (Liddell-Scott)
βωμιαῖος: -α, -ον, σπανιώτερος τύπος ἀντὶ του ἑπομ., Σοφ. Ἀποσπ. 36.
Spanish (DGE)
-α, -ον relativo al altar S.Fr.38.