δακτύληθρον
From LSJ
Ἔνιοι δὲ καὶ μισοῦσι τοὺς εὐεργέτας → Nonnulli oderunt adeo beneficos sibi → Es hassen manche sogar ihre Wohltäter
English (LSJ)
τό,
A ring, Them. Or. 21.253a.
Greek (Liddell-Scott)
δακτύληθρον: τό, = τῷ προηγ., Θεμίστ. 253Α.
Spanish (DGE)
-ου, τό
anillo δακτυλήθρῳ ἐκαλλωπίζετο Them.Or.21.253b.