δευτερωτής
From LSJ
στάζει γὰρ αὖ μοι φοίνιον τόδ᾽ἐκ βυθοῦ κηκῖον αἷμα → blood oozing from the deep wound, bloody gore drops oozing from the depths of my wound
German (Pape)
[Seite 554] ὁ, der Ausleger der Tradition, der Rabbiner, K. S.
Greek (Liddell-Scott)
δευτερωτής: -οῦ, ὁ, ἑρμηνευτὴς τῶν παραδόσεων, ῥαββῖνος, Εὐσ. Ε. Π. 513C.
Spanish (DGE)
-οῦ, ὁ
intérprete y esp. escriba judío ἦσαν δευτερωταὶ τοῦ νόμου ὡς γραμματικήν τινα ἐπιστήμην ὑφηγούμενοι Epiph.Const.Haer.15.1.1, cf. Anac.1.14, Eus.PE 11.5.3, Procop.Gaz.M.87.2176D.