δημοεγέρτης
From LSJ
ὁ γὰρ μανθάνων κιθαρίζειν κιθαρίζων μανθάνει κιθαρίζειν → he who is learning the harp, learns the harp by harping
Spanish (DGE)
-ου, ὁ agitador Suet.Blasph.83, Eust.991.63, cf. δημαγέρτης, δημηγέρτης.
ὁ γὰρ μανθάνων κιθαρίζειν κιθαρίζων μανθάνει κιθαρίζειν → he who is learning the harp, learns the harp by harping
-ου, ὁ agitador Suet.Blasph.83, Eust.991.63, cf. δημαγέρτης, δημηγέρτης.