δημοεγέρτης Search Google

From LSJ

μαλακίζομαι πρὸς τὸν θάνατον → meet death like a weakling

Source

Spanish (DGE)

-ου, ὁ agitador Suet.Blasph.83, Eust.991.63, cf. δημαγέρτης, δημηγέρτης.

Greek Monolingual

ο
βλ. δημεγέρτης.