agitador
From LSJ
ὁ γὰρ μανθάνων κιθαρίζειν κιθαρίζων μανθάνει κιθαρίζειν → he who is learning the harp, learns the harp by harping
Spanish > Greek
δημαγέρτης, δημηγέρτης, δημοεγέρτης, δημοκόμπος, δραστήριος, ἀγοραῖος, ἀνασειστικός, ἐκκλησιαστής
ὁ γὰρ μανθάνων κιθαρίζειν κιθαρίζων μανθάνει κιθαρίζειν → he who is learning the harp, learns the harp by harping
δημαγέρτης, δημηγέρτης, δημοεγέρτης, δημοκόμπος, δραστήριος, ἀγοραῖος, ἀνασειστικός, ἐκκλησιαστής