ἀγὼν πρόφασιν οὐκ ἐπιδέχεται οὐδὲ φιλία → no excuse is allowed by a contest or by a friendship
δολορράφος: [ᾰ], -ον, (ῥάπτω) πανοῦργος, ἄπιστος, Τζέτζ. Ἱστ. 8. 925.
ος, ον :qui ourdit, trame des intrigues.Étymologie: δόλος, ῥάπτω.
-ον• Prosodia: [-ᾰ-]costurero de engaños, artero Tz.H.8.918.