δυσφήμιστος
From LSJ
ὅσα μὲν τῆς ἰδίας τρυφῆς εἵνεκα Μειδίας καὶ περιουσίας κτᾶται → all the wealth that Meidias retains for private luxury and superfluous display
English (LSJ)
ον, = sq., Suid.
A s.v. δυσκληδόνιστος.
Greek (Liddell-Scott)
δυσφήμιστος: -ον, = τῷ ἑπομ., Σουΐδ.
Spanish (DGE)
-ον de mal augurioglos. a δυσκλῃδόνιστον Sud.