ἐγχείρισις
From LSJ
Χρόνος δ' ἀμαυροῖ πάντα κεἰς λήθην ἄγει → Diesque celat omnia atque oblitterat → Die Zeit verdunkelt alles, gibt's dem Vergessen preis
German (Pape)
[Seite 713] ἡ, u. ἐγχειρισμός, ὁ, das Einhändigen, VLL.
Greek (Liddell-Scott)
ἐγχείρισις: ἡ, καὶ ἐγχειρισμός, ὁ, τό ἐγχειρίζειν, Παλ. Λεξ.
Spanish (DGE)
-εως, ἡ entrega en mano Hsch.