ἐνθρονιαστικός
From LSJ
οὐ σμικρὸν παραλλάττει οὕτως ἔχον ἢ ἄλλως → it makes no small difference if it's this way, or another way
Greek (Liddell-Scott)
ἐνθρονιαστικός: -ή, -όν, = ἐνθρονιστικός, Δαμασκ. ΙΙ. 76Β. C. 2) οὐσ. ἐνθρονιαστικόν, τό, τὸ ὑπὸ τοῦ ἐνθρονιζομένου ἐπισκόπου καταβαλλόμενον χρηματικὸν ποσὸν διὰ τὸν ἐνθρονισμόν, Ἰουστ. Νεαρ. 123. 3.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
inaugural, relativo a la consagración ἐκ τῶν ἐνθρονιαστικῶν αὐτοῦ (Σευήρου) λόγων Seu.Ant.Fr. en Io.D.M.95.76B
•neutr. plu. subst. pago, estipendio por la ordenación realizado por los obispos al ser consagrados διδόναι ὑπὲρ ἐνθρονιαστικῶν μὲν νομίσματα ρʹ Iust.Nou.123.3.