curtidor
From LSJ
Κόλαζε τὸν πονηρόν, ἄνπερ δυνατὸς ᾖς → Malum castiga, maxime si sis potens → Den Schurken strafe, wenn du dazu fähig bist
Spanish > Greek
δερματομαλάκτης, βυρσεύς, ἁπαλυντής, βυρσοποιός, βυρσοδέψης, ἀνιγροδέτης, βυρσορέκτης, δερματοβάφος, γρίντης, γουνάριος, δερματουργός