δερματουργός
From LSJ
μοχθεῖν τε βροτοῖσ(ιν) άνάγκη → and you mortals must endure trouble (Euripides' Hippolytus 208)
German (Pape)
[Seite 549] ὁ, Lederbereiter, Gerber?
Spanish (DGE)
-οῦ, ὁ peletero, curtidor, Gloss.2.144.
Greek Monolingual
(AM δερματουργός)
αυτός που κατεργάζεται δέρματα, ο βυρσοδέψης.