desapacible
From LSJ
Θέλομεν καλῶς ζῆν πάντες, ἀλλ' οὐ δυνάμεθα → Bene vivere omnes volumus, at non possumus → Gut leben wollen wir alle, doch wir können es nicht
Spanish > Greek
δύσπνευστος, ἀτερπής, δυσάητος, δυσαής, δύσπνοος, δυσχειμέριος, δυσχείμερος, δύσωρος, δυσπέμφελος