δυσχειμέριος
From LSJ
Γυνὴ γὰρ οἴκῳ πῆμα καὶ σωτηρία → Mulier familiae pestis est, mulier salus → Bane and salvation to a house is woman → Die Frau ist nämlich Leid und Rettung für das Haus
Spanish (DGE)
-ον
frío, desapacible νύκτωρ ... δυσχειμερίου τοῦ καταστήματος γεγονότος Clem.Al.Strom.1.34.163.2 (cód.).