estable
From LSJ
Ὅτ' εὐτυχεῖς, μάλιστα μὴ φρόνει μέγα → Minus insolesce, quo magis res prosperae → Wenn du im Glück bist, brüste dich am wenigsten
Spanish > Greek
βάσιμος, ἔμπεδος, ἀεισύστατος, ἐμπαράμονος, ἀμετάστατος, ἐμπεδής, ἀπλανής, ἐνστηνής, ἀμετάπτωτος, ἔμμονος, ἐμβριθής, ἄπτωτος, ἑδραῖος