estimulante
From LSJ
μὴ εἰσενέγκῃς ἡμᾶς εἰς πειρασμόν → lead us not into temptation
Spanish > Greek
ἀγέρωχος, διενεργητικός, διεγερτικός, ἐκκλητικός, ἐντατικός, ἐγερτικός
μὴ εἰσενέγκῃς ἡμᾶς εἰς πειρασμόν → lead us not into temptation
ἀγέρωχος, διενεργητικός, διεγερτικός, ἐκκλητικός, ἐντατικός, ἐγερτικός