(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)
Ὥς ἐστ' ἄπιστος (ἄπιστον) ἡ γυναικεία φύσις → Muliebris o quam sexus est infida res → Wie unverlässlich ist die weibliche Natur
Menander, Monostichoi, 560Spanish > Greek
ἐνίστημι, ἀποκόπτω, ἐγχρονίζω, δηθύνω, ἀνοκωχεύω, ἐμβραδύνω, διατελέω, διαμένω, ἐγχάσσω, ἐμμονεύω, ἐνυπομένω, διεμμένω, ἀπομένω, ἀποστραβόομαι