ἀπομένω
Αὐτάρκης ἔσῃ, ἂν μάθῃς τί τὸ καλὸν κἀγαθόν ἐστι → You will be contented with your lot if you learn what the honourable and good is
English (LSJ)
dub. sens. in PFlor.378.6 (v A.D.); remain behind, Alciphr.3.60, dub. l. in Polyaen.4.6.13.
Spanish (DGE)
1 quedarse, permanecer ὑφ' ἣν (σελήνην) ἀπομένον permaneciendo expuesto a la luz de la cual (la luna) Horap.1.10, del patrimonio τὰ χρήματα ... ἀπομενεῖ ... τοῖς ἐπιγόνοις Sch.A.Th.902-905a, cf. SB 7241.50 (VI d.C.), 9285.12 (VI d.C.), οὐδὲ ἴχνος ἀπέμενε τῆς ταραχῆς Chrys.M.57.352, cf. Lyd.Mag.2.16, ὁ ... λόγος ἀπομεμένηκε καὶ οὕτω θεός Cyr.Al.Expl.12.9 (p.23.20), cf. Pall.V.Chrys.M.47.49, Hippol.Haer.6.20.3, Basil.M.29.53C, Ath.Al.M.26.181C, Inc.44, Meth.Symp.6.2, A.Pass.Andr.8 (p.20.20).
2 mat. quedar, restar Heliod.Neop.36.18.
3 adherirse a, mantenerse en c. dat. τῷ γράμματι Seu.Ant. en Cat.Eu.Matt.15.5.
4 c. gen. desistir de, renunciar a ἐκ τῶν μειζόνων τοῦ πνεύματος προκοπῶν Ephr.Syr.3.336E.
German (Pape)
[Seite 314] (s. μένω), abwarten, ausharren, Sp.
Russian (Dvoretsky)
ἀπομένω: оставаться, пребывать (οἱ καρποὶ ἀπομένουσι ὠμοί Arst.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀπομένω: ὡς καὶ νῦν, ἀλλ’ οὐ πεπαίνονται οἱ καρποί αὐτῶν, ἀπομένουσι δὲ ὠμοὶ Ἀριστ. π. Φυτ. 1. 7, 6, κ. ἀλλ.· ἐν Πολυαίν. Στρατ. 4. 13 τὸ ἀπομένειν τήν ἀποσκευήν.
Greek Monolingual
(AM ἀπομένω)
υπολείπομαι
μσν.
1. παραμένω, μένω πίσω
2. μένω ζωντανός
3. διατηρούμαι
4. μένω ακίνητος
5. πεθαίνω ξαφνικά
6. καταντώ
7. υπομένω
νεοελλ.
1. μένω χωρίς προστασία, εγκαταλείπομαι («απόμειναν ορφανά στους πέντε δρόμους»)
2. μένω με το στόμα ανοιχτό, κατάπληκτος («μόλις τ' άκουσε, απόμεινε»).
Chinese
原文音譯:Øpomšnw 虛坡-姆挪
詞類次數:動詞(17)
原文字根:在下-停留 相當於: (קָוָה)
字義溯源:停在下面,堅忍,停留,忍耐,留下,住,忍受,遭受,等候;由(ὑπό)*=被,在⋯下)與(μένω)*=住)組成。參讀 (ἀνέχομαι) (ἀπολείπω)同義字
同源字:1) (μένω)住 2) (ἀπομένω / ὑπομένω)停在下面 3) (ὑπομονή)歡然忍受
出現次數:總共(17);太(2);可(1);路(1);徒(1);羅(1);林前(1);提後(2);來(4);雅(2);彼前(2)
譯字彙編:
1) 忍耐(3) 太10:22; 可13:13; 林前13:7;
2) 忍受(2) 來12:2; 雅1:12;
3) 你們⋯忍受(2) 彼前2:20; 彼前2:20;
4) 忍耐⋯的(1) 太24:13;
5) 我⋯忍耐(1) 提後2:10;
6) 我們⋯忍耐(1) 提後2:12;
7) 曾忍耐的人(1) 雅5:11;
8) 曾忍受(1) 來12:3;
9) 仍留(1) 路2:43;
10) 住(1) 徒17:14;
11) 要忍耐(1) 羅12:12;
12) 你們曾忍受(1) 來10:32;
13) 你們要忍受(1) 來12:7