ἐμβραδύνω
Καὶ μὴν ὑπεραποθνῄσκειν γε μόνοι ἐθέλουσιν οἱ ἐρῶντες, οὐ μόνον ὅτι ἄνδρες, ἀλλὰ καὶ αἱ γυναῖκες. → After all, it is only those in love who are actually willing to die for another — not just men, but women as well. (Plato, Symposium 179b)
English (LSJ)
A remain long in or on, τῷ στόματι τῆς γαστρός Phlp.in APo.378.14: abs., Menemach. ap. Orib.10.14.2.
2 dwell on, τινί Luc.Dom.3,23, S.E.M.9.1, Herm.in Phdr.p.158A.
II go slowly in winding-up a machine, Hero Bel.85.3.
Spanish (DGE)
1 detenerse, alargarse en la descripción o narración de algo τὰ μικρότατα ... φιλοπόνως ἑρμηνεύουσιν ἐμβραδύνοντες describen trabajosamente y con detenimiento las cosas más nimias Luc.Hist.Cons.27, frec. c. dat. τοῖς ὑστάτοις τῶν λόγων ἐμβραδύνων Luc.Dom.3, ἐμβραδύνοντες οἱ νεανίσκοι ... τῷ τοῦ μοιχοῦ φόνῳ Luc.Dom.23, οὐκ ἐμβραδύνοντες τοῖς κατὰ μέρος sin detenerse en los detalles S.E.M.9.1, cf. Herm.in Phdr.158.
2 demorarse, quedarse, prolongar la estancia ὑποδέχεται ... ἐγκαθίζεσθαι προσηνέστατος καὶ ἐμβραδῦναι Luc.Hipp.6, cf. Ath.Al.V.Anton.85.2, τὰ βρώματα ... εἰ δ' ἐν τῷ στόματι τῆς γαστρὸς ἐμβραδύνουσιν Phlp.in APo.378.14.
3 funcionar con lentitud, ir lento una máquina, Hero Bel.85.3
•hacerse lento, ralentizarse el viento συμβαίνει ... τὴν πνοὴν παρατετάσθαι καὶ ἐμβραδύνειν Sch.A.R.2.276/277b, ἐνεβράδυνέ μοι τῷδε τῷ μέρει ὁ λόγος se ha hecho lenta mi argumentación en este pasaje Gr.Thaum.Pan.Or.5.27
•de un depilatorio ser de efecto lento, actuar con lentitud Menemach. en Orib.10.14.2.
German (Pape)
[Seite 806] darin, dabei zögern, verweilen; τινί, Luc. dom. 3, 23; Schol. Ap. Rh. 2, 74 u. a. Sp.
French (Bailly abrégé)
s'attarder, s'arrêter à, τινι.
Étymologie: ἐν, βραδύνω.
Russian (Dvoretsky)
ἐμβρᾰδύνω: (при или в чем-л.) медлить, задерживаться (τοῖς ὑστάτοις τῶν λόγων Luc.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐμβρᾰδύνω: βραδύνω, χρονοτριβῶ εἴς τι, Λατ. immoror, τινὶ Λουκ. π. Οἴκου 3. 23.
Greek Monolingual
ἐμβραδύνω (AM)
αρχ.-μσν.
αργώ, χρονοτριβώ
αρχ.
1. παραμένω για πολύ καιρό σ' ένα μέρος.
Greek Monotonic
ἐμβρᾰδύνω: [ῡ], μέλ. -ῠνω, (ἐν) χρονοτριβώ, καθυστερώ σε κάτι, τινί, σε Λουκ.
Middle Liddell
fut. ῠνω [ἐν]
to dwell on, τινί Luc.