viscoso
From LSJ
Ἰατρὸς ἀδόλεσχος ἐπὶ τῇ νόσῳ νόσος → Medicus loquax, secundus aegro morbus est → Ein Arzt, der schwätzt, verdoppelt nur der Krankheit Last
Spanish > Greek
ἀφρώδης, γλοιός, βλεννώδης, ἐνήλατος, γλινώδης, βλιχανώδης, ἐκλειγματώδης, γλοιώδης, γλισχρώδης, ἔγγλισχρος, γλίσχρος