viscoso
From LSJ
Ἴση λεαίνης καὶ γυναικὸς ὠμότης → Feritas leaenae quanta, tanta et feminae → Der Löwin Wildheit ist die selbe wie der Frau
Spanish > Greek
ἀφρώδης, γλοιός, βλεννώδης, ἐνήλατος, γλινώδης, βλιχανώδης, ἐκλειγματώδης, γλοιώδης, γλισχρώδης, ἔγγλισχρος, γλίσχρος