στερέω
ἀνδρῶν γὰρ ἐπιφανῶν πᾶσα γῆ τάφος → for illustrious men have the whole earth for their tomb, for heroes have the whole earth for their tomb, the whole earth is the tomb of famous men
English (LSJ)
3sg. imper.
A στερείτω Pl.Lg.958e; otherwise pres. occurs only in form στερίσκω and compd. ἀπο-στερῶ: fut. στερήσω S.Ant. 574, στερῶ A.Pr.862: aor. ἐστέρησα E.Andr.1213 (lyr.), Pl.Lg.873e, PCair.Zen.93.13 (iii B.C.); inf. στερέσαι Od.13.262; ἐστέρεσεν IG12 (8).600.15 (Thasos), v.l. in LXX Nu.24.11, al.; στερέσας IG14.902 (Capri); ἐστέρισεν ib.12(9).293 (Eretria, iv/iii B.C.), AP11.335.4, prob. for ἐστέρησεν ib.124.2 (Nicarch.): pf. ἐστέρηκα (ἀπ-) Th.7.6, Plb.31.19.7, etc.:—Pass., pres. (apart from ἀπο-στερέομαι) found in early writers only in forms στέρομαι, στερίσκομαι (στεροῖτο X.Cyr.7.3.14, στερουμένους An.1.9.13, στερεῖσθαι E.Supp.793 (lyr.), perh. ff. ll.); part. στερούμενος Ph.Fr.29H., J.AJ2.7.3, Gal.18(2).19; imper. στερείσθω OGI483.173 (Pergam., prob. ii B.C., but inscribed in ii A.D.); στερέσθω ib.176, 179; 3pl. στερείσθων IG12(9).207.44 (Eretria, iii B.C.): fut. στερηθήσομαι D.C.41.7, etc., v.l. in Isoc.6.28, cf. 7.34, but in the best codd. στερήσομαι, as in S.El.1210, Th. 3.2, X.An.1.4.8, 4.5.28, Mem.1.1.8: aor. ἐστερήθην (v. infr.): poet. aor. 2 part. στερείς E.Alc.622, Hec.623, Hel.95, El.736 (lyr.): pf. ἐστέρημαι (v. infr.); ἐστέρεσμαι An.Ox.1.394: plpf. ἐστέρητο Th.2.65:— deprive, bereave, rob of anything, c. acc. pers. et gen. rei, οὕνεκά με στερέσαι τῆς ληΐδος ἤθελε Od.13.262; ἄνδρ' ἕκαστον αἰῶνος στερεῖ A. Pr.862, cf. S.Ant.574, E.Heracl.807, etc.; σ. τινὰ τῆς σωτηρίας, ψυχῆς, etc., Th.7.71, Pl.Lg.873e, etc.; ὅσα τροφὴν ἡ γῆ πέφυκεν βούλεσθαι φέρειν, μὴ στερείτω τὸν ζῶνθ' ἡμῶν ib.958e:—Pass., to be deprived or robbed of anything, c. gen., στερηθεὶς ὅπλων Pi.N.8.27; τῶν ὀμμάτων, τῆς ὄψιος στερηθῆναι, Hdt.6.117, 9.93; φροντίδος στερηθείς A.Ag.1530 (lyr.); τῆς βασιληΐης ἐστέρημαι Hdt.3.65, cf. 5.84; τοῖ παιδὸς ἐστερημένος Id.1.46; γαίας πατρῴας A.Eu.755; μετοικίας τῆς ἄνω S.Ant.890; φίλων Id.Fr.863; τῆς πόλεως Antipho 2.2.9 (as v.l.), X.Mem.1.1.8; ἀγαθῶν And 3.8, cf. Isoc.5.133, Pl.Phlb.66e, etc.: abs., τὸ ἐστερῆσθαι state of negation or privation, Arist.Cat.12a35. II rarely c. acc. rei, take away, μισθόν AP9.174.12 (Pall.): —Pass., to have taken from one, πλούτου . . κτῆσιν ἐστερημένῃ S.El. 960 (though the acc. may be construed with στένειν) ; φασγάνῳ βίον στερείς E.Hel.95.