χρηματαγορά

From LSJ
Revision as of 18:19, 28 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (3_47-test)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Φίλον βέβαιον ἐν κακοῖσι μὴ φοβοῦ → Fidelem amicum ne time in rebus malis → Hab in der Not nicht Angst vor einem treuen Freund

Menander, Monostichoi, 533

Greek Monolingual

η, Ν
1. (οικον.) σύνολο ιδρυμάτων, κανόνων και πρακτικής που στοχεύουν στη διευκόλυνση της βραχυπρόθεσμης χρηματοδότησης
2. το χρηματιστήριο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρήμα, -ατος + αγορά. Η λ. μαρτυρείται από το 1885 στην εφημερίδα Ακρόπολις].