διευκόλυνση
From LSJ
τίς ἐς σὸν κρᾶτ' ἐπύκτευσεν → who hit you with the fist on the head, who has been pummeling your head
Greek Monolingual
η
1. μέσο ή τρόπος για την ευκολότερη εκτέλεση έργου
2. χρηματική βοήθεια σε κάποιον που βρίσκεται σε δύσκολη θέση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < διευκολύνω. Η λ. διευκόλυνσις μαρτυρείται από το 1815 στον Θεόκλητο Φαρμακίδη].