χρηματοφυλάκιο
From LSJ
θεὸς δ' ἁμαρτάνουσιν οὐ παρίσταται → God doesn't stand by those who do wrong → A peccatore sese numen segregat → Ein Gott steht denen, die da freveln, niemals bei
Greek Monolingual
το / χρηματοφυλάκιον, ΝΑ χρηματοφύλαξ, -ακος]]
νεοελλ.
(παλ. τ.) πορτοφόλι
αρχ.
θησαυροφυλάκιο.