χρηματοφυλάκιο
From LSJ
Ξένοις ἐπαρκῶν τῶν ἴσων τεύξῃ ποτέ → Bene de extero quid meritus exspectes idem → Hilf Fremden und dereinst wird Gleiches dir geschehn
Greek Monolingual
το / χρηματοφυλάκιον, ΝΑ χρηματοφύλαξ, -ακος]]
νεοελλ.
(παλ. τ.) πορτοφόλι
αρχ.
θησαυροφυλάκιο.