ξένους ξένιζε, καὶ σὺ γὰρ ξένος γ' ἔσῃ → be hospitable to guests; you too will be a guest
η, Νδουλειά πρόχειρη, που δεν έγινε με προσοχή και επιμέλεια.[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ψευτ- του ψεύτης + δουλειά].