ψεύτης

From LSJ

μαλθακωτέρα πέπονος σικύου → softer than a ripe melon

Source

Greek Monolingual

ψεύτης, ο, θηλ. ψεύτρα / ψεύστης, θηλ. ψεύστρια, ΝΜΑ, θηλ. και ψεῦστις, ψεύστιδος, και ψεύστειρα Α
άτομο που λέει ψέματα, που χρησιμοποιεί το ψέμα για να εξαπατήσει τους άλλους (α. «αποδείχθηκε ότι είναι ψεύτης» β. «...ἀεὶ ψεῦσται, κατὰ θηρία...», ΚΔ
γ. «ψεῦσται τ' ὀρχησταί τε», Ομ. Ιλ.)
νεοελλ.
1. απατεώνας
2. παροιμ. α) «ο κλέφτης είδε τον ψεύτη κι έφυγε» — ο ψεύτης είναι πιο επικίνδυνος κι από τον κλέφτη
β) «ο ψεύτης και ο κλέφτης τον πρώτο χρόνο χαίρονται» — ο ψεύτης και ο κλέφτης σύντομα αποκαλύπτονται
γ) «έχω μάρτυρα τον μπάρμπα μου τον ψεύτη» ή «ρώτα τον μπάρμπα μου τον ψεύτη» — επικαλούμαι τη μαρτυρία προσώπου που δεν είναι καθόλου αξιόπιστο
αρχ.
ως επίθ. ψευδής, απατηλός («ψεύσταν λόγον», Πίνδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Το αρχ. ψεύστης < θ. ψευσ του ψεύδομαι (πρβλ. αόρ. ἐψευσάμην) + κατάλ. -της, ενώ τα θηλ. έχουν σχηματιστεί με επίθημα -τρια / -τις / -τειρα. Το νεοελλ. ψεύτης έχει σχηματιστεί από το αρχ. ψεύστης με (ανομοιωτική) αποβολή του -σ-].

Translations

Albanian: gënjeshtar; Arabic: كَاذِب‎, كَاذِبَة‎, كَذَّاب‎, كَذَّابَة‎, كَذُوب‎, كَذُوبَة‎; Egyptian Arabic: كداب‎; Gulf Arabic: چَذَّاب‎; Hijazi Arabic: كَذَّاب‎, نَصَّاب‎, بَكَّاش‎; Aramaic Classical Syriac: ܟܕܒܐ‎, ܟܕܒܬܐ‎, ܕܓܠܐ‎, ܕܓܠܬܐ‎; Armenian: ստախոս, սուտասան, խաբեբա; Aromanian: minciunos, minciunoasã; Azerbaijani: yalançı; Bashkir: алдаҡсы; Basque: gezur; Belarusian: ілгун, ілгунья, брахун, брахуха, хлус, хлуселька, враль; Bikol Central Bikol Legazpi: utikon; Bulgarian: лъжец, лъжкиня, лъ́жльо; Catalan: mentider, mentidera; Cebuano: bakakon; Cherokee: ᎦᏰᎪᎩ; Chinese Mandarin: 說謊者, 说谎者; Czech: lhář, lhářka; Dalmatian: boscurd; Danish: løgner; Dutch: leugenaar, leugenaarster; Esperanto: mensogulo, mensogulino; Estonian: valetaja, valevorst; Even: өлэк; Ewe: aʋatsokala; Finnish: valehtelija; French: menteur, menteuse; Galician: mentirán, mentirana, mentireiro, mentireira, troleiro, troleira; Georgian: მატყუარა; German: Lügner, Lügnerin; Gothic: 𐌻𐌹𐌿𐌲𐌽𐌾𐌰; Greek: ψεύτης, ψεύτρα; Ancient Greek: ψεύστης; Hebrew: שקרן / שַׁקְרָן‎, שקרנית \ שַׁקְרָנִית‎; Hindi: झूठा; Hungarian: hazug; Icelandic: lygari; Indonesian: pembohong; Irish: bréagadóir, bréagach, scaitseálaí, éitheoir; Italian: bugiardo, bugiarda, mentitore, mentitrice; Jamaican Creole: liyad; Japanese: 嘘つき; Kazakh: жалғаншы, кәззап, өтірікші; Khmer: កំភរ, មនុស្សកុហក, មនុស្សភរ, អ្នកភរ; Kikuyu: mũheenania Korean: 거짓말쟁이; Kurdish Central Kurdish: درۆزن‎; Kyrgyz: калпычы, жалганчы; Ladino Latin: mintirozo, mintiroza; Lao: ຄົນຂີ້ຕົວະ, ຄົນຕົວະ, ຄົນໂກຫົກ, ຂີ້ຕົວະ, ຂີ້ລ່າຽ; Latin: mendax, falsus; Latvian: melis, mele; Lithuanian: melagis, melagė; Macedonian: лажго, лажга, лажливец, лажливка, лажач, лажачка; Malay: penipu, pembohong; Maltese: giddieb; Manx: breagerey, breageyder; Maori: rūkahu, rūpahu, arero horihori, arero hīanga, arero teka; Middle English: lier, losengeour; Mongolian Cyrillic: худалч хүн; Navajo: biyoochʼídí; Ngazidja Comorian: mndru wa ndrabo; Norman: mensongi, menteux; Norwegian Bokmål: løgner, løgnhals; Nynorsk: lygnar, løgnar, lygnhals, løgnhals; Old French: menteor; Persian: دروغگو‎, دروزن‎; Plautdietsch: Läajna; Polish: kłamca, łgarz, kłamczuch, kłamczucha; Portuguese: mentiroso, mentirosa; Romanian: mincinos, mincinoasă; Russian: лгун, лгунья, лжец, врун, врунья, обманщик, обманщица, врунишка, враль, брехун, брехунья, брехло, трепло, пиздабол, пиздаплёт, пиздун, пиздунья; Scottish Gaelic: breugaire, breugadair, breugaiche; Serbo-Croatian Cyrillic: ла̀жов, ла̀жљивац, ла̀жљивица; Roman: làžov, làžljivac, làžljivica; Sicilian: mbrugghiuni, trastularu; Slovak: klamár, klamárka; Slovene: lažnívec, lažnivka; Southern Altai: јалганча; Spanish: mentiroso, mentirosa, embustero, embustera; Swahili: mwongo; Swedish: lögnare; Tagalog: sinungaling, echosera, charotera; Tajik: дурӯғгӯй, каззоб; Tatar: ялганчы; Telugu: అబద్ధాలకోరు; Thai: ผู้มุสา, คนโกหก, คนพูดปด, คนพูดเท็จ; Tibetan: ཀྱག་རྗུན་ཤོད་མཁན; Turkish: yalancı; Turkmen: ýalançy, aldawçy; Ukrainian: брехун, брехуха, брехунка, брехло; Urdu: جھوٹھا‎; Uyghur: يالغانچى‎; Uzbek: yolgʻonchi; Vietnamese: kẻ nói dối, kẻ nói láo, kẻ nói điêu; Volapük: lugan, hilugan, jilugan; Welsh: celwyddgi; Yiddish: ליגנער‎, שקרן‎, כּזבֿן‎, דובֿר־שקרים‎, ליגנערין‎, ליגנערקע‎, שקרנטע‎, כּזבֿנטע‎