ψηλάφηση

From LSJ
Revision as of 06:16, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (47c)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Οὔτοι ποθ' οὑχθρός, οὐδ' ὅταν θάνῃ, φίλος → One's enemy does not become one's friend when they die

Sophocles, Antigone, 522

Greek Monolingual

η / ψηλάφησις, -ήσεως, ΝΜΑ ψηλαφώ
το να αγγίζει κανείς κάτι με τις άκρες τών δαχτύλων
νεοελλ.
ιατρ. κλινική διαγνωστική μέθοδος που βασίζεται στην αίσθηση της αφής και στην αίσθηση τών μυών για πιέσεις και αντιστάσεις
αρχ.
γαργάλισμα.