ψηλάφηση

From LSJ

οἵ γε καὶ ἐν τῷ παρόντι ἀντιπάλως μᾶλλον ἢ ὑποδεεστέρως τῷ ναυτικῷ ἀνθώρμουν → whose navy, even as it was, faced the Athenian more as an equal than as an inferior

Source

Greek Monolingual

η / ψηλάφησις, -ήσεως, ΝΜΑ ψηλαφώ
το να αγγίζει κανείς κάτι με τις άκρες τών δαχτύλων
νεοελλ.
ιατρ. κλινική διαγνωστική μέθοδος που βασίζεται στην αίσθηση της αφής και στην αίσθηση τών μυών για πιέσεις και αντιστάσεις
αρχ.
γαργάλισμα.