σωφροσύνης πίστην ἔχειν περί τινος → to be persuaded of one's probity
-ή, -ό, Νκτιστός.[ΕΤΥΜΟΛ. < κτιστός, με ανομοιωτική τροπή του κλειστού -κ- στο διαρκές -χ- (πρβλ. κτίζω: χτίζω)].