πάντες ἄνθρωποι τοῦ εἰδέναι ὀρέγονται φύσει → all men naturally desire knowledge
ἀερσίπους, -ουν (Α)αυτός που σηκώνει ψηλά το πόδι, που περπατά ζωηρά, που αναπηδά.[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ἀερσι- (< ἀείρω Ι) + ποῦς].