τὸ ἐμόν γ' ἐμοὶ λέγεις ὄναρ → you are telling me what I know already, you are telling me my own dream
ακυρολογώ.[ΕΤΥΜΟΛ. < άκυρος + -λεκτώ < λεκτός < λέγωπιθ. με επίδραση του ακυριολεκτώ, που διαφέρει όμως σημασιολογικά].