Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

Ισθμόθι

From LSJ

Γάμει δὲ μὴ τὴν προῖκα, τὴν γυναῖκα δέ → Uxorem cape, non dotem, in matrimonium → Nimm bei der Heirat nicht die Mitgift, nimm die Frau

Menander, Monostichoi, 98

Greek Monolingual

Ἰσθμόθι (Α)
επίρρ. στον Ισθμό, επί του Ισθμού.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < Ἰσθμός + επιρρ. κατάλ. -θι].