προῖκα

From LSJ

Κύριε, βοήθησον τὸν δοῦλον σου Νῖλον κτλ. → Lord, help your slave Nilos ... (mosaic inscription from 4th-cent. church in the Negev)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προῖκα Medium diacritics: προῖκα Low diacritics: προίκα Capitals: ΠΡΟΙΚΑ
Transliteration A: proîka Transliteration B: proika Transliteration C: proika Beta Code: proi=ka

English (LSJ)

free, gratis, for nothing, without reward; v. προίξ ΙΙ.

German (Pape)

[Seite 725] adv., s. προΐξ.

French (Bailly abrégé)

v. προίξ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

gratis; προῖκα acc. van προίξ.

Russian (Dvoretsky)

προῖκα: adv.
1 даром, бесплатно (ἐργάζεσθαι Plat.);
2 безвозмездно, бескорыстно (τῇ πόλει ἀμύνειν Arph.; πρεσβεύειν Dem.).

Greek (Liddell-Scott)

προῖκα: ἴδε προὶξ ΙΙ.

Greek Monolingual

η / προίξ, -ικός, ΝΜΑ, ιων. τ. πρόϊξ Α
η κινητή ή ακίνητη περιουσία που δινόταν κατά τον γάμο από την οικογένεια της νύφης στον γαμπρό, θεσμός που σήμερα έχει καταργηθεί από τον νόμο
αρχ.
1. δώρο, χάρισμα
2. (η αιτ. ως επίρρ.) προῖκα
α) δωρεάν, ως χάρισμαἀρετὴ τὸ προῖκα τοῖς φίλοις ὑπηρετεῖν», Αντιφάν.)
β) τίμια και ειλικρινά («προῖκα τὰ πράγματα κρίνω καὶ λογίζομαι», Δημοσθ.)
γ) από μόνος μου, χωρίς δάσκαλο («παῑς... κακὸν μὲν δρᾶν τι προῖκ' ἐπίσταται», Σοφ.)
δ) επί πλέον, επιπροσθέτως.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. προίξ, -κός, σύνθ. με την πρόθεση πρό (πρβλ. πρόσ-φυξ, ἄντυξ), ανάγεται στη μηδενισμένη βαθμίδα sik- της IE sēik- «φθάνω, πιάνω με το χέρι» (βλ. λ. ἵκω) και συνδέεται με το λιθουαν. siekiu, siekti «απλώνω το χέρι, περιμένω με ανοιχτή την παλάμη». Από την ίδια ρίζα έχει σχηματιστεί με ενεστ. επίθημα -ye-/ -yo- το ρ. προΐσσομαι (< προΐκ-jομαι), από όπου το δηλωτικό του δράστη ενεργείας προΐκτης. Ως αρχική σημ. του τ. θα πρέπει να θεωρηθεί η πράξη του απλώματος του χεριού για να δώσει και επίσης η αντίστροφη κίνηση αυτού που ζητάει, που απλώνει το χέρι για να πάρει, από όπου και οι σημ. τών προΐσσομαι «ζητώ ελεημοσύνη, ζητιανεύω» και προΐκτης «επέτης, ζητιάνος» (πρβλ. και το ερμήνευμα του Ησύχ. «προικός
πτωχός»)].

Greek Monotonic

προῖκα: βλ. προίξ II.