Ιταλιάνος

From LSJ

ὦ πολλῶν ἤδη λοπάδων τοὺς ἄμβωνας περιλείξας → you who have licked the labia of many vaginas (Eupolis fr. 52)

Source

Greek Monolingual

-α (Μ [Ἰ]ταλιάνος)
Ιταλός.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. ιταλ. Ιtaliano].