Μολώχ

From LSJ

Κακῷ σὺν ἀνδρὶ μηδ' ὅλως ὁδοιπόρει → Hominem malignum nec viae comitem cape → Nimm einen Schurken nie zum Wegbegleiter dir

Menander, Monostichoi, 302

Greek Monolingual

και Μολόχ, ο
1. αρχαίος θεός τών Αμμωνιτών και τών Μωαβιτών, στον οποίο προσφέρονταν ανθρώπινα θύματα και ιδίως παιδιά
2. μτφ. θεός της ωμότητας, της ανθρωποσφαγής και της απανθρωπιάς («θυσιάστηκαν χιλιάδες άνθρωποι στον Μολώχ του πολέμου»).
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < φοινικ. mōlek «βασιλιάς»].