Μολώχ

From LSJ

πατρὶς γάρ ἐστι πᾶσ' ἵν' ἂν πράττῃ τις εὖ → homeland is where life is good | homeland is where it is good | ubi bene, ibi patria

Source

Greek Monolingual

και Μολόχ, ο
1. αρχαίος θεός τών Αμμωνιτών και τών Μωαβιτών, στον οποίο προσφέρονταν ανθρώπινα θύματα και ιδίως παιδιά
2. μτφ. θεός της ωμότητας, της ανθρωποσφαγής και της απανθρωπιάς («θυσιάστηκαν χιλιάδες άνθρωποι στον Μολώχ του πολέμου»).
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < φοινικ. mōlek «βασιλιάς»].