Νομαδικός
From LSJ
γυναῖκα τίκτουσαν ἢ τιτρωσκομένην → woman in childbirth or miscarriage
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
de Numidie.
Étymologie: Νομαδία.
Russian (Dvoretsky)
Νομᾰδικός: нумидийский Polyb.
γυναῖκα τίκτουσαν ἢ τιτρωσκομένην → woman in childbirth or miscarriage
ή, όν :
de Numidie.
Étymologie: Νομαδία.
Νομᾰδικός: нумидийский Polyb.