ἐὰν ἃ τοῖς ἄλλοις ἐπιτιμῶμεν, αὐτοὶ μὴ δρῶμεν → avoid doing what you would blame others for doing
SourceFrench (Bailly abrégé)
(ὁ) :
vin de Pramnos, en Carie.
Étymologie: DELG étym. inexpliquée.
Greek Monotonic
Πράμνειοςοἶνος: ὁ, το Πράμνειο κρασί, σε Όμηρ.· επίσης Πράμνος, σε Αριστοφ.· ονομάζεται έτσι από την Πράμνο ή Πράμνη, πιθ. βουνό στο νησί της Ικαρίας.