Σαμία

From LSJ

γραμματική ἐστιν ἐμπειρία τῶν παρὰ ποιηταῖς τε καὶ συγγραφεῦσιν ὡς ἐπὶ τὸ πολὺ λεγομένων → grammar is a practical knowledge of the usage of poets and writers of prose

Source

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
v. Σάμιος.

Russian (Dvoretsky)

Σᾰμία: ἡ (sc. γῆ) Самия (территория Самоса) Her.