Τρωγλοδύτις

From LSJ

θυγάτριον ὡραῖον ἤδη γάμου → a girl already of marriageable age | a daughter, already marriageable

Source

French (Bailly abrégé)

ιδος
acc. ιν;
c. Τρωγλοδυτικός.

Russian (Dvoretsky)

Τρωγλοδύτις: ῐδος (ῠ) ἡ Plut. = Τρωγλοδυτική.