Τρωγλοδύτις

From LSJ

οὕτω τι βαθὺ καὶ μυστηριῶδες ἡ σιγὴ καὶ νηφάλιον, ἡ δὲ μέθη λάλον → silence is something profound and mysterious and sober, but drunkenness chatters

Source

French (Bailly abrégé)

ιδος
acc. ιν;
c. Τρωγλοδυτικός.

Russian (Dvoretsky)

Τρωγλοδύτις: ῐδος (ῠ) ἡ Plut. = Τρωγλοδυτική.