Φαίδρος

From LSJ

Δαίμων ἐμαυτῷ γέγονα γήμας πλουσίαν → Malus sum mihimet ipse Genius, ducta divite → Ich stürzt' mich selbst ins Unglück durch die reiche Frau

Menander, Monostichoi, 132

Greek Monolingual

ο, ΝΑ
(στην αρχ. Ελλάδα)
1. γιος του Καλλία από τον δήμο του Σφηττού
2. γιος του Θυμοχάρους, εγγονός του προηγουμένου
3. τίτλος διαλόγου του Πλάτωνος.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < φαιδρός, με αναβιβασμό του τόνου].