Φαίδρος

From LSJ

Greek Monolingual

ο, ΝΑ
(στην αρχ. Ελλάδα)
1. γιος του Καλλία από τον δήμο του Σφηττού
2. γιος του Θυμοχάρους, εγγονός του προηγουμένου
3. τίτλος διαλόγου του Πλάτωνος.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < φαιδρός, με αναβιβασμό του τόνου].