εγγονός

From LSJ

ἀμήχανον τέχνημα καὶ δυσέκδυτον → unmanageable garment which he could not strip off

Source

Greek Monolingual

και έγγονος και αγγονός και άγγονας, ο
θηλ. εγγονή και εγγόνη και αγγονή και εγγόνισσα, η
ουδ. εγγόνι και αγγόνι, το (AM ἔγγονος, ο
θηλ. ἐγγόνη και ἔγγονος, η)
το παιδί του γιου ή της κόρης κάποιου
(αρχ.- μσν.) νεοσσός, μικρό πουλί
αρχ.
1. απόγονος
2. αυτός που παράγεται ή προέρχεται από κάποιον
3. παραγωγικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. εγγονός < έγγονος με καταβιβασμό του τόνου αναλογικά προς τα γιος, ανεψιός (πρβλ. προγονός)].