άκλωστος

From LSJ

Καλὸν δὲ καὶ γέροντι μανθάνειν σοφά → Addiscere aliquid digna res etiam seni → Auch einem Greis ist etwas Weises lernen Zier

Menander, Monostichoi, 297

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἄκλωστος, -ον) και άκλωθος κλώθω
εκείνος που δεν τον έχουν κλώσει (για νήματα και μαλλιά).