ἄκλωστος

From LSJ

μαλακίζομαι πρὸς τὸν θάνατον → meet death like a weakling

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄκλωστος Medium diacritics: ἄκλωστος Low diacritics: άκλωστος Capitals: ΑΚΛΩΣΤΟΣ
Transliteration A: áklōstos Transliteration B: aklōstos Transliteration C: aklostos Beta Code: a)/klwstos

English (LSJ)

ἄκλωστον, (κλώθω) unspun, στήμονες Pl.Com.221.

Spanish (DGE)

-ον no hilado στήμονες Pl.Com.241.

German (Pape)

[Seite 74] ungesponnen, στήμονες Plat. com. bei Poll. 7. 31.

Greek (Liddell-Scott)

ἄκλωστος: -ον, (κλώθω), ὁ μὴ κεκλωσμένος, στήμονες, Πλάτ. Κωμ. Ἄδηλ. 53.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἄκλωστος, -ον) και άκλωθος κλώθω
εκείνος που δεν τον έχουν κλώσει (για νήματα και μαλλιά).