άκλωστος

From LSJ

ἔστι δίκης ὀφθαλμός ὃς τά πανθ' ὁρᾶ → there is an eye of justice that sees everything, all-seeing justice

Source

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἄκλωστος, -ον) και άκλωθος κλώθω
εκείνος που δεν τον έχουν κλώσει (για νήματα και μαλλιά).