Ἡμερὶ πανθέλκτειρα, μεθυτρόφε, μῆτερ ὀπώρας ... → All-soothing vine, nurse of the wine, vintage's mother ... (Anthologia Palatina 7.24.1)
-η, -ο (Α ἄνοσος κ. ἄνουσος, -ον)
νεοελλ.
αρχ.
1. ο χωρίς νόσο, ασθένεια, υγιής
2. (με γεν.) απρόσβλητος από ασθένεια, αβλαβής
3. (για χρονική περίοδο) ο χωρίς ασθένεια, ελεύθερος από ασθένεια.